Καδμἶλος

Καδμἶλος
Καδμἶλος
Grammatical information: m.
Meaning: one of the Καβειροι (s.v.), son of Kabeiro and Hephaistos; he is the younger man, beside an older one and the Mother Goddess.
Other forms: Also Κὰσμιλος, Κάμιλλος; on the forms of the name see Beekes, Mnemosyne 75, 4 (2004) 466ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The name has been compared with Mursilis and Troilos, and Morinail (of the Lemnos inscription). The name as a whole may be identical with that of Hasammil(i\/as), a Hattic god. Was it orig. *Hatsmily? It will be a derivation of Kadmos (though there is no tradition that says so).

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Καδμῖλος — camillus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμίλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ένας από τους Καβείρους. Σύμφωνα με τον Ακουσίλαο τον Αργείο, ήταν γιος της Καβειρούς και του Ήφαιστου και πατέρας των τριών Καβείρων, που απέκτησαν τρεις κόρες, τις Καβειρίδες. Σύμφωνα όμως με τον Διονυσόδωρο, ο Κ. ήταν το… …   Dictionary of Greek

  • Καδμῖλον — Καδμῖλος camillus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гермес — У этого термина существуют и другие значения, см. Гермес (значения). Гермес Гермес Бог тор …   Википедия

  • Меркурий (бог) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя …   Википедия

  • Меркурий (божество) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя …   Википедия

  • Меркурий (древнеримская мифология) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя …   Википедия

  • Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… …   Dictionary of Greek

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

  • Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • Καδμίλου — Καδμί̱λου , Καδμῖλος camillus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”